Πάσχα πέρσι κάναμε στο χωριό της Φωτεινής. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Περάσαμε και πάλι τόσο ωραία, που ευχηθήκαμε όλοι και του χρόνου να το ξανακάνουμε.
Στο τηλέφωνο από το σπίτι ανταλλάξαμε τις φετινές ευχές. Λέγαμε με τη Μ., τη μαμά της Φωτεινής, τι ωραία που ήπιαμε το πρώτο – και καλύτερο – τσίπουρο στον πάγκο της κουζίνας, με προτροπή και παραδειγματική συμμετοχή της γιαγιάς Ε., ετοιμάζοντας τους μεζέδες για το τραπέζι στην αυλή. Εκεί έψηναν οι υπόλοιποι, με πρωτοστατούντα τον ωραίο παππού της Φωτεινής, τη γιαγιά Φ. με τη βασιλική ψυχή και τους υπόλοιπους να κλέβουν κοψίδια για δήθεν δοκιμή, αν έγινε ή θέλει λίγο ακόμα.
Πιστεύω όλοι αναπολήσαμε προηγούμενα ωραία Πάσχα φέτος, που ήταν όλα τόσο διαφορετικά και πέρα από κάθε μας πρόβλεψη. Εμένα με πήρε λίγο από κάτω, ομολογώ και παραιτήθηκα μελοδραματικά από διάφορα που θα μπορούσα να είχα κάνει για να φέρω λίγη χαρά στο σπίτι μας. Τι ντροπή και πόσο άδικο για τους υπόλοιπους της οικογένειας. Να και κάτι ακόμα που θα πρέπει να μου συγχωρήσουν, πιθανότατα αντισταθμίζοντάς το με τις ποσότητες χλωρίνης που σκορπίζω με ζήλο καθημερινά στο όνομα της υγιεινής όλων μας.
Αλλά δεν θέλω να πω για το Πάσχα. Με αφορμή αυτό, θέλω να θυμηθώ λίγα από αυτά τα ωραία που ζούμε κάθε φορά που είμαι στο χωριό της Φωτεινής και στο σπίτι των γονιών της. Τα καταγράφω στη μνήμη μου πάντα με απενοχοποιημένη βουλιμία, ως θεραπευτικά ερείσματα για προσεχή χρήση σε δύσκολες στιγμές.
Το σπίτι των γονιών της Φωτεινής είναι σε ψηλό σημείο του χωριού, με αυλή και θέα στο Παγγαίο και στον κάμπο. Το έφτιαξαν με σεβασμό στον εαυτό τους και πίστη στους ανθρώπους και στο μέλλον. Μεγάλη ιστορία, όχι της παρούσης. Χωράει όποιον αγαπάνε, δηλαδή τον κόσμο όλο. Ο οποίος και έρχεται. Μπαινοβγαίνει, δίνει και παίρνει φαγητό, ποτό, πολύ συναίσθημα και απίθανες ιδέες και απόψεις επί παντός επιστητού. Κάποιοι κοιμούνται κι εκεί, στο υπόγειο, στον καναπέ, στην πολυθρόνα – κρεβάτι του παιδικού, όπου στρώνεται σεντόνι γενικώς. Από αυτούς είμαστε και εμείς.
Εκεί έχουμε γνωρίσει και άλλους πολλούς, συγγενείς και φίλους της οικογένειας. (Για να χωρούν τα σημαντικά σημεία των καταγραφών στο μυαλό μου, τα περισσότερα ονόματα τα ξεχνώ. Έτσι αναγκάζω πολλές φορές τους ανθρώπους να συμπληρώνουν δίπλα στα ονόματα και άλλα στοιχεία, για να καταλάβω για ποιον μιλάμε. Αλλά τα σημαντικά για μένα – και για τη ψυχοθεραπευτική χρήση που τα προορίζω – είναι άλλα). Έχουμε γνωρίσει λοιπόν γείτονες και συγχωριανούς που περνούν για ένα γεια και για τα νέα του χωριού πίνοντας και κάτι στα όρθια, το θείο της Φωτεινής, που ζει με την οικογένειά του στην Αμερική, τους κουμπάρους των γονιών της και τα αγόρια τους που ζουν στην Κοζάνη, συναδέλφους τους εκπαιδευτικούς από την Κατερίνη, το Ηράκλειο, την Κωνσταντινούπολη και το Γιοχάνεσμπουργκ. Έχουμε στρωθεί στο τραπέζι για φαγητό και στο κιόσκι για καφέ και έχουμε ξεχαστεί. Έχουμε μάθει τις δικές τους ιστορίες και έχουμε δει τη ζωή μας να προβάλλεται στα δικά τους μάτια, μοιάζοντας διαφορετική ξαφνικά και στα δικά μας μάτια. Έχουμε παίξει εκ περιτροπής με τα playmobil που ο μπαμπάς της Φωτεινής με φροντίδα κράτησε σε άριστη κατάσταση από τα παιδικά του χρόνια για τα δικά του παιδιά (και για πολλά άλλα, όπως το δικό μας, από ό,τι φάνηκε). Έχουμε αποκοιμηθεί μπροστά στην τηλεόραση. Έχουμε αναρωτηθεί κατ’ επανάληψη γιατί δεν έπιασε η φλαμουριά στον κήπο, ενώ όλα τα άλλα έχουν οργιάσει. Έχουμε παίξει μπάλα, έχουμε χορέψει και έχουμε πέσει με τη σειρά όλοι ανεξαιρέτως από την αιώρα στο γρασίδι της αυλής.
Έχουμε νιώσει σαν στο σπίτι μας, αυτή την έκφραση εμείς την έχουμε κάνει βίωμα τόσες φορές. Αναρωτιέμαι αν έχω καταφέρει να προσφέρω το αντίστοιχο έστω και λίγο στους δικούς μας φίλους και φιλοξενούμενους. Κι αν όλες αυτές τις στιγμές, σημαντικές ή ασήμαντες – ποιος μπορεί να πει τελικά – έχω την ικανότητα, εκτός από το να τις καταγράφω και να τις ανακαλώ με λαχτάρα, να τις δημιουργώ και να τις προσφέρω κιόλας. Πηγαία και αβίαστα, όπως το κάνουν οι άνθρωποι στο σπίτι της Φωτεινής.
Αυτό το σπίτι, συνειδητοποιώ τώρα, είναι το πιο κοσμικό μέρος που έχω βρεθεί και στο οποίο νιώθω ότι μπορώ να ανήκω κι εγώ.
Με τη Μ. κλείσαμε το τηλέφωνο των φετινών αναστάσιμων με γέλια και δάκρυα, από την αγάπη μας η μία για την άλλη. Η γιαγιά Ε. με σοφία έμφυτη και λαξευμένη από την εμπειρία, μετέθεσε το κοινό μας Πάσχα στις 26 Μαΐου.