Πολλές φορές αυτές τις ημέρες η προσοχή στράφηκε στα χωριά. Κυρίως γιατί οι περισσότεροι τα βλέπουν σαν μία διαφυγή, χωρίς να βλέπουν την πραγματικότητα. Τα χωριά και οι κάτοικοί τους έχουν συνηθίσει να έρχονται “δεύτερα” στα μάτια κάποιων. Κι όμως όλοι θέλουν να περάσουν τις ημέρες εγκλεισμού τους σ’ αυτά. Πώς είναι όμως η πραγματική ζωή στο χωριό τον καιρό του κορωνοϊού;
Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Τα χωριά ως προς την πλειοψηφία τους αποτελούνται από ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας. Από τη μια είναι σαφώς πιο εύκολη η ζωή “στο σπίτι” αλλά από την άλλη (αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς) ο φόβος είναι πιο έντονος και ο κίνδυνος μεγάλος γιατί σε κάθε οικογένεια υπάρχουν άτομα μεγάλης ηλικίας, συνήθως με προβλήματα υγείας.
Οι ηλικιωμένοι κι όχι μόνο άνθρωποι (ή για την ακρίβεια κάποιοι από αυτούς) δυστυχώς συχνά δαιμονοποιούν κάθε είδους αρρώστια και προσπαθούν να την κρύψουν. Οι προκαταλήψεις είναι πιο ισχυρές εδώ. Μόνο που σκέφτομαι πως μπορεί κάποιος να έχει τα συμπτώματα και να το κρύβει αγανακτώ, φοβάμαι αλλά και στεναχωριέμαι.
Αγανακτώ γιατί η αμάθεια κι ακόμα χειρότερα η ημιμάθεια κρύβει “ανθρώπους” στη ντουλάπα χρόνια ολόκληρα στα χωριά. Μπορεί ο διπλανός σου να υποφέρει κι ενώ μπορεί να βοηθηθεί να μην το γνωρίζει και η ντροπή του ενός (προερχόμενη από τις αντιλήψεις των πολλών) να μας μετατρέψουν σε υγειονομική βόμβα.
Φοβάμαι γιατί, αν το κακό μας βρει εδώ στα βουνά που “κρυβόμαστε”, δε θα μας λυπηθεί. Γι’ αυτό κι έχω “απαγορεύσει” στις γιαγιάδες μου και τον παππού μου να πεθάνουν. Έτσι ωμά, χωρίς γλυκόλογα, τους εξήγησα πως δεν μπορώ καν να το σκεφτώ, όχι να το ζήσω. Πείτε με δειλή, φυγόπονη, δεν με απασχολεί. Μόνο να μείνουμε μαζί.
Στεναχωριέμαι γιατί σε πολλά σπίτια υπάρχει μια γιαγιάκα, μόνη της που βλέπει όλη μέρα τηλεόραση κι ακούει πως “μόνο οι ηλικιωμένοι κινδυνεύουν με θάνατο, μην ανησυχείτε” (δεύτερη φορά που αναφέρω το θάνατο, γιατί άραγε;)
Κι αν σκέφτεστε τη μοναξιά των δικών σας ανθρώπων πίσω στα χωριά (και σας καταλαβαίνω απόλυτα), προσπαθήστε να τους στηρίξετε από μακριά για να μπορείτε το καλοκαίρι να χορτάσετε στιγμές, αγκαλιές (εύχομαι) και φαγητά πιο νόστιμα από ποτέ!
Θα μου πείτε “καλά τα λες εσύ γιατί δεν μένεις σε διαμέρισμα και οι δικοί σου είναι δίπλα”. Δεν είναι ψέματα.
Θα σας περιγράψω λίγο την καθημερινότητά μου όχι για να ζηλεψετε αλλά για να καταλάβετε. Το πρωί θα πιω τον καφέ μου στον κήπο, το μεσημέρι αν έχει καλή μέρα μπορεί να φάμε έξω, το απόγευμα θα κάνω μια βόλτα (το γνωστό σε όλους μας 6) για να πω ένα γεια στις γιαγιάδες μου που μπορεί να ποτίζουν εκείνη την ώρα τα λουλούδια τους (κυρίως περιμένοντας κάποιον να περάσει για να πουν καμιά κουβέντα).
Σίγουρα θα συναντήσω στο δρόμο κάποιο γνωστό (όλοι γνωστοί είμαστε – και να θες δεν γλιτώνεις) ενώ την τελευταία φορά πήρα και παγωτό από το περίπτερο υπό το άγρυπνο βλέμμα της πιάτσας (πιάτσα: το κέντρο του χωριού, τα άτομα που βρίσκονται συνήθως εκεί λόγω επαγγέλματος ή ρεμβάσματος).
Κάποιοι πιο “αγανακτισμένοι” από εμένα θα συναντήσουν 2-3 ακόμα και θα μαζευτούν (με κάποια απόσταση) σε κάποιο ξωκλήσι ή θα κάνουν παρέα σε κάποιο σπίτι. Σωστό, λάθος μην με ρωτάτε.
Εγώ πάντως το χαρτάκι μου το γράφω και για να πάω στη γιαγιά μου που είναι 100 μέτρα μακριά και ας είμαι υπερβολική. Κυρίως γιατί έτσι και το πάρουν χαμπάρι οι μεγαλύτεροι ότι αυτά που λένε στην τηλεόραση δεν είναι τόσο σφιχτά εδώ, την βάψαμε.
Για να είμαστε ειλικρινείς, όλοι σέβονται τα μέτρα, μικροί – μεγάλοι. Απλά εξ ορισμού και από πάντα το χωριό σού δίνει άλλη ελευθερία. Το ίδιο σου το σπίτι είναι η ελευθερία σου. Όσοι επέλεξαν συνειδητά να μείνουν στο χωριό “αντάλλαξαν” τις όποιες ανέσεις της πόλης με αυτήν την ελευθερία. Όχι εν καιρώ κορωνοϊού αλλά σε συνθήκες “κανονικότητας”. Διάλεξαν έναν άλλο δρόμο από τον συνηθισμένο με τα καλά του και τα άσχημα. Δε γίνεται (μετά λύπης μας) να προσαρμόζονται όλα στις εκάστοτε επιθυμίες ή στο τι (μας) βολεύει.
Και όταν με το καλό όλα τελειώσουν να βρούμε τα χωριά μας γεμάτα ανθρώπους υγιείς και χαμογελαστούς που άντεξαν και να γιορτάσουμε όλοι μαζί. Όλοι μαζί. Να μη λείπει κανείς.